- εξάχειρ
- ἑξάχειρ, ο, η και ἑξάχειρος, -ον (Α)αυτός που έχει έξι χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χειρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξάχειρ — six handed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάχειρα — ἑξάχειρ six handed masc/fem acc sg ἑξάχειρος six handed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάχειρας — ἑξάχειρ six handed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάχειρες — ἑξάχειρ six handed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek